νερόπλυμα

νερόπλυμα
το прям. , перен. помои

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "νερόπλυμα" в других словарях:

  • νερόπλυμα — το [νεροπλύνω] 1. το νερό που προέρχεται από το πλύσιμο τών μαγειρικών σκευών και τών πιάτων 2. έδεσμα ή ρόφημα άνοστο, νερομπούλι 3. άνθρωπος χωρίς ομορφιά και χάρη …   Dictionary of Greek

  • νερόπλυμα — το, ατος 1. το νερό από το πλύσιμο μαγειρικών σκευών και πιάτων. 2. ρόφημα άνοστο, αηδιαστικό, αλλ. νερομπούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερομπούλι — το ρόφημα ή φαγητό ανούσιο, άνοστο, επειδή περιέχει μεγάλη ποσότητα νερού, νερόπλυμα …   Dictionary of Greek

  • ξέπλυμα — το [ξεπλύνω] 1. διαβροχή με νερό για καθαρισμό από σαπούνι, ξέβγαλμα 2. πλύσιμο με νερό, χωρίς σαπούνι 3. άγευστο, ανούσιο φαγητό, νερόπλυμα 4. το νερό που μένει μετά το ξέβγαλμα, απόπλυμα 5. μτφ. για πρόσ. άτομο χωρίς ζωηρότητα, ιδίως στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»